- ακαλοκάμωτος
- -η, -ο [καλοκάμωτος]1. αυτός που δεν είναι καλοκαμωμένος, κακοφτιαγμένος, ασουλούπωτος (για πράγματα και ανθρώπους)2. (για υπόθεση) που δεν έχει προχωρήσει και τελειώσει όπως πρέπει3. (καρπός) ακαλογίνωτος, που δεν έχει τέλεια ωριμάσει.
Dictionary of Greek. 2013.